- πυροβολοστάσιο
- τομέρος όπου τοποθετούνται τα πυροβόλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυροβολοστάσιο — το, Ν 1. ο χώρος όπου τοποθετούνται ή αποτίθενται τα πυροβόλα 2. στρ. παλαιότερη ονομασία για τον όρχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. πυροβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1852… … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek